Απλυτήρι. Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο 'άπλυτα ποτήρια'.
Αφαναροψία. H οφθαλμολογική πάθηση ορισμένων Ελλήνων οδηγών κατά την οποία το κόκκινο και το πορτοκαλί των φωτεινών σηματοδοτών θεωρούνται αποχρώσεις του πράσινου, οπότε δεν προκύπτει λόγος να σταματήσουν.
Βρομιλί. Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρόμικο, το
χρώμα της βρομιάς. Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους
μήνες θα γινόντουσαν βρομιλί.
Γεωμυλοφοβία(Μαγειρική). Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές ή υπερβολικά λίγες πατάτες όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.
Γκαλαξίλα. H χαύνωση και η κατατονία που σε πιάνει όταν ακούς Γκάλαξι FM για πάνω από δυο ώρες. Πολλά θανατηφόρα δυστυχήματα στις εθνικές οδούς οφείλονται σε γκαλαξίλα.
Γουστέλλειψη. Η επιστημονικά ανεξήγητη πάθηση από την οποία υποφέρουν ορισμένοι συνάνθρωποί μας κατά την οποία νομίζουν ότι το λαχανί συνδυάζεται επιτυχώς με το κόκκινο της φωτιάς ή, εδώ που τα λέμε, με οποιοδήποτε άλλο χρώμα.
Δεγράφυλοι. Ο στόλος των στυλό που φυλάμε στη μολυβοθήκη μας, παρότι έχουν πάψει από καιρό να δουλεύουν. Έχει παρατηρηθεί πως κάθε φορά που πρέπει να γράψουμε στα γρήγορα κάποιο τηλέφωνο ή μια άλλη πληροφορία, πιάνουμε δεγράφυλο και τσαντιζόμαστε, οπότε μας έρχεται να τους πετάξουμε. Παραδόξως όμως, δεν τους πετάμε αλλά τους ξανατοποθετούμε στη θέση τους.
Δολιοκλωστή. Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.
Επισκεπτολογίες. Οι δικαιολογίες που εκφράζουμε για το χάος που επικρατεί σπίτι μας σε επισκέπτη προτού προλάβει εκείνος να πει τίποτα. 'Συγνώμη για το χάος που βλέπεις αλλά δεν πρόλαβα να μαζέψω', είπε ο Πέτρος χωρίς καμιά πειστικότητα.
Ζαρχίδης. Αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει τρισάγιο κα. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες του. Ζαρχιδιά. 'Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα παίξω με τον Μπάμπη', προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του στο καφενείο.
Ημιαλεξιβρέχομαι (ρ. αμετβ.). Μοιράζομαι με κάποιον την ίδια ομπρέλα, αφού υπάρχει μόνο μία, οπότε καταλήγουμε κι οι δύο να έχουμε από ένα βρεγμένο ώμο, αλλά γινόμαστε καλύτεροι φίλοι.
Ισορροπητήρι. Αυτό το κάτι (καπάκι μπύρας, πετρούλα, ξυλαράκι) που
επιστρατεύουμε για να φέρουμε ένα τραπέζι που τραμπαλίζει στα ίσια του σε λαϊκά ταβερνάκια. 'Θα μας φέρετε πρώτα λίγο νερό κι ένα ισορροπητήρι;'
Καμικαζέντομο. Έντομο, κυρίως μυγάκι, που έχει ταχθεί να αυτοκτονήσει μέσα στον καφέ σου ή στο κρασί σου και δε λέει να φύγει μέχρι να πέσει μέσα. Ορισμένα καμικαζέντομα έχουν ως σκοπό ζωής να εξερευνήσουν τα ρουθούνια σου.
Κοτοχαρά. Η χαρά όταν σε γεύμα με κοτόπουλο σου δίνουν το κομμάτι που σου αρέσει. 'Αχ! Τι κοτοχαρά, μου έπεσε το μπούτι'
Κρετινερωτήσεις. Ερωτήσεις με πασίδηλες απαντήσεις που συνηθίζουν να κάνουν οι δημοσιογράφοι σε δύσμοιρους πολίτες. Οι εν λόγω ερωτήσεις καταδεικνύουν περίτρανα ότι οι δημοσιογράφοι έχουν IQ φρυγανιάς. Πχ Σε κάποιον που μόλις έχει πέσει από τον έκτο όροφο: Πονάτε; Σε κάποιον που μόλις έχασε μάνα, πατέρα, τρία αδέρφια και το σκυλάκι του σε αυτοκινητιστικό: Πώς αισθάνεστε;
Κτελοντούρι. Το είδος ελεεινής μουσικής που σε κρατά ξύπνιο σε νυχτερινά ταξίδια με τα ΚΤΕΛ. Το μεγαλύτερο μέρος της άγρυπνης νύχτας το περνάς
αναρωτώμενος πώς είναι δυνατόν ο οδηγός να είναι στα ντουζένια του στις 4 η ώρα το πρωί.
Λακκουβάραθρα. Λακκούβες γεμάτες νερό στους αθηναϊκούς δρόμους οι οποίες μπορεί και να αποτελούν πύλες εισόδου στα έγκατα του Αδη, οπότε καλό είναι να τις παρακάμπτετε και όχι να πατάτε μέσα τους.
Ματισκύψιμο. Η ανόητη, ανώφελη συνήθεια να σκύβουμε πέντε εκατοστά το κεφάλι όταν περνάμε μπροστά από άλλους θεατές σε σινεμά ή θέατρο ώστε να φτάσουμε στη θέση μας, λες και ο υπόλοιπος όγκος μας φάτσα φόρα δεν τους ενοχλεί.
Μελλοχρήσιμο. Αντικείμενο πασιφανώς άχρηστο το οποίο το φυλάω κάπου γιατί ίσως στο μέλλον φανεί χρήσιμο. Αποτελεί συμπαντικό κανόνα ότι τα μελλοχρήσιμα, όταν τελικά τα χρειαστούμε στο μέλλον, ποτέ δε θυμόμαστε πού τα έχουμε βάλει.
Μυξοδιαγνωστική. Το να φυσάς τη μύτη σου και μετά να κοιτάζεις το μαντήλι για να δεις τι εξήλθε, ίσως τελώντας υπό την πεποίθηση ότι κατ'αυτόν τον τρόπο θα διαγνώσεις τρομερά πράγματα για την υγεία σου ή θα αντικρίσεις κάτι πρωτόγνωρο.
Νερουρώ (ρ. αμετβ.). Μου έρχεται να κάνω τσίσα μου όταν τρέχει η βρύση, ειδικά δε την ώρα που ξυρίζομαι.
Ξενογαμία. Το να πηδιέσαι με ξένους/ες σε νησιά της Ελλάδας το καλοκαίρι και να το ευχαριστιέσαι. Η ξενογαμία το χειμώνα δεν έχει την ίδια αίσθηση, εκτός εάν πρόκειται για συνέδριο στο Παρίσι ή τη Φρανκφούρτη.
Ξούρλο. Το κατώτερο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενές με την αμοιβάδα, που απαντάται σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές και που αναπαράγεται σαν κουνέλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι του ζώου αυτού επιτρέπεται όλο το χρόνο επειδή ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί υπερβολικά και απειλεί την καλλιέργεια του τόπου (την πνευματική).
Ουραλπισία. Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. Εμένα κανείς δε μ'αγαπά, μια ζωή γκαντέμης κ.ο.κ.).
Πουπήγιο. Οποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.) αφαιρώ από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζω, το οποίο μου πέφτει από τα χέρια και μετά περνάω το υπόλοιπο μισάωρο ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρω. Ο Αντώνης είδε το πουπήγιο να του γλιστράει από το τραπέζι και κοίταξε αμέσως να δει πού πάει αλλά δεν πρόλαβε, οπότε καταράστηκε την τύχη του και έπεσε στα γόνατα να το βρει.
Πωλητεύω (ρ. μετβ.). Εσφαλμένα θεωρώ πελάτη καταστήματος ως πωλητή, οπότε τον ρωτάω πού είναι η μαγιονέζα ή πόσο κάνει το μπλε κηροπήγιο κι εκείνος αγριοκοιτώντας μου λέει ότι δε δουλεύει εδώ. 'Αχ συγνώμη, σας πωλήτευσα!'
Ραμπωτές. Κομμωτές που έχουν το τακτ και την ευαισθησία του Ράμπο σε εξόρμηση στο Βιετνάμ και που σε κουρεύουν όπως θέλουν εκείνοι παρά τα δάκρυά σου. Οι Ραμπωτές αξίζουν να πάθουν ό,τι έπαθε η καριέρα του Συλβέστερ Σταλόνε.
Ριαλόνειδος. Η άφατη, αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, έως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου.
Σκουπευκαιρία. Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα αλλά δεν το ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.
Σφουγγαροπερπατώ (ρ. αμετβ.). Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετούν όσοι πρέπει να περάσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις έχει σφουγγαριστεί, περπατώντας ελαφρώς στα νύχια.. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαροπερπατάμε μόνο αν είναι παρούσα η καθαρίστρια.
Tραπεμαντησκίστης, -στρια. Aνθρωπος που για εντελώς ανεξήγητους λόγους επιτίθεται μετά μανίας στα πλαστικά τραπεζομάντιλα εστιατορίων και τα κάνει κομάτια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου